παιδοτριβή — παιδοτριβή, ἡ (Μ) η ανατροφή τών παιδιών, η εκπαίδευση τών παιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + τριβή (< τρίβω)] … Dictionary of Greek
παιδοτρίβῃ — παιδοτρίβης physical trainer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοτριβία — παιδοτριβία, ιων. τ. παιδοτριβίη, ἡ (Α) [παιδοτρίβης] η τέχνη τού παιδοτρίβη … Dictionary of Greek
παιδοτριβικός — παιδοτριβικός, ή, όν (Α) [παιδοτρίβης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιδοτρίβη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοτριβική η παλαιστική, η τέχνη τής πάλης. επίρρ... παιδοτριβικῶς (Α) σαν παιδοτρίβης («ἀλλ εὖ λέγεις καὶ παιδοτριβικῶς ταυταγί»,… … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
υποπαιδοτρίβης — ὁ, Α βοηθός παιδοτρίβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + παιδοτρίβης «γυμναστής, εκπαιδευτής, παιδαγωγός»] … Dictionary of Greek