παιδοτρίβη

παιδοτρίβη
παιδοτρίβης
physical trainer
masc voc sg
παιδοτριβέω
to be a gymnastic trainer
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
παιδοτριβέω
to be a gymnastic trainer
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παιδοτριβή — παιδοτριβή, ἡ (Μ) η ανατροφή τών παιδιών, η εκπαίδευση τών παιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + τριβή (< τρίβω)] …   Dictionary of Greek

  • παιδοτρίβῃ — παιδοτρίβης physical trainer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοτριβία — παιδοτριβία, ιων. τ. παιδοτριβίη, ἡ (Α) [παιδοτρίβης] η τέχνη τού παιδοτρίβη …   Dictionary of Greek

  • παιδοτριβικός — παιδοτριβικός, ή, όν (Α) [παιδοτρίβης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιδοτρίβη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοτριβική η παλαιστική, η τέχνη τής πάλης. επίρρ... παιδοτριβικῶς (Α) σαν παιδοτρίβης («ἀλλ εὖ λέγεις καὶ παιδοτριβικῶς ταυταγί»,… …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

  • υποπαιδοτρίβης — ὁ, Α βοηθός παιδοτρίβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + παιδοτρίβης «γυμναστής, εκπαιδευτής, παιδαγωγός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”